- ακόπριστος
- -η, -ο (Α ἀκόπριστος, -ον) [κοπρίζω]αυτός που δεν έχει κοπριστεί, που δεν τού εχουν βάλει κοπριά για λίπασμανεοελλ.όποιος δεν έχει λερωθεί με κοπριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακόπριστος — η, ο 1. αυτός που δε λιπάνθηκε με κοπριά: Άφησε τα δέντρα ακόπριστα. 2. αυτός που δε λερώθηκε με κοπριές: Τα γουρούνια δεν άφησαν μέρος ακόπριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοπρίστων — ἀκόπριστος not manured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκοπρος — η, ο (Α ἄκοπρος, ον) ο ακόπριστος* αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί λίγα κόπρανα 2. όποιος πάσχει από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόπρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκοπρώδης] … Dictionary of Greek